μουχρούτιν

μουχρούτιν
μουχρούτιν και μουχούρτιν, τὸ (Μ)
μεγάλο πήλινο βαθύ σκεύος για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < αραβ. migrā-t].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουχρούτινος — μουχρούτινος, η, ον (Μ) [μουχρούτιν] αυτός που μοιάζει ως προς το μέγεθος και το σχήμα με το μουχρούτιν* ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό …   Dictionary of Greek

  • μουχούρτιν — μουχούρτιν, τὸ (Μ) βλ. μουχρούτιν …   Dictionary of Greek

  • μουχρουτίνα — μουχρουτίνα, ἡ (Μ) η σύζυγος τού κεραμέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μουχρούτης (< μουχρούτιν) + κατάλ. ίνα] …   Dictionary of Greek

  • μουχρουτοσκούτελα — μουχρουτοσκούτελα, τὰ (Μ) επιτραπέζια σκεύη φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουχρούτιν «πήλινο δοχείο» + σκουτέλια «σκεύη»] …   Dictionary of Greek

  • μουχρούτα — και μουρχούτα, η μεγάλη πήλινη λεκάνη στην οποία τοποθετούσαν το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουχρούτιν + μεγέθ. κατάλ. α. Ο τ. μουρχούτα με αντιμετάθεση τών χ και ρ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”